- ἐρέψωνται
- ἐρέφωcover with a roofaor subj mid 3rd plἐρέπτομαιfeed onaor subj mid 3rd plἐρέπτομαιfeed onaor subj mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερέπτω — ἐρέπτω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) καλύπτω από πάνω, επιστέφω, στεφανώνω («ξανθὰν ἐρέψωνται κόμαν», Βακχυλ.) 2. κόβω, τραβώ για να κόψω (άνθος). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερέφω] … Dictionary of Greek